- λεπτοκάρυον
- λεπτοκάρυονnut with a thin shellneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτοκαρύου — λεπτοκάρυον nut with a thin shell neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοκαρύων — λεπτοκάρυον nut with a thin shell neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοκαρύῳ — λεπτοκάρυον nut with a thin shell neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοκάρυα — λεπτοκάρυον nut with a thin shell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BASILICAE Nuces — Graecis Βασιλικὰ κάρυα, et absolute Βασιλικὰ, optimae iuglandes Plinio dictae sunt, quas molluscas nuces, a molliori putamine, quoque Veteres appellavêre. Rationem nominis aperit Suevius apud Macrobium l. 3. c. 18. his versibus, Admisce haccam e… … Hofmann J. Lexicon universale
CASTANEA — I. CASTANEA una ex quatuor speciebus nucum γενικωτάταις, quarum nomina apud Graecos, τὸ κάρυον, nux iuglans, τὸ λεπτοκάρυον, minuta nux, τὸ ἀμύγδαλον, amygdalum, καὶ τὸ Κάςτανον, Castanea. Quibus Ausonius pineam nucem adiungit, Technopaegn. de… … Hofmann J. Lexicon universale
λεπτοκάρυο — και λεφτόκαρο, το (AM λεπτοκάρυον, Μ και λεφτοκάρυον και λεπτόκαρον και λεφτόκαρον και λεπτοκάρυ και λεφτοκάρυ) ο καρπός τού φυτού λεπτοκαρυά, το φουντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάρυο «καρύδι»] … Dictionary of Greek
μηλολεπτοκαροκαστανοπράται — μηλολεπτοκαροκαστανοπρᾱται, οἱ (Μ) οι πωλητές μήλων, λεπτοκαρύων και καστάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + λεπτοκάρυον + κάστανο + πράτης (< πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης] … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek